- εφήμερος
- -η, -ο (ΑΜ ἐφήμερος, -ον)1. αυτός που διαρκεί μια μέρα, που ζει μόνο μία μέρα, ημερήσιος, μονοήμερος, ημερόβιος2. πρόσκαιρος, βραχυχρόνιος, παροδικός, προσωρινός («εφήμερη δόξα»)3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα εφήμερατάξη εντόμων που έχει σύντομη ζωή στο ενήλικο στάδιομσν.-αρχ.ημερήσιος, καθημερινόςαρχ.1. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) ἐφήμεραμια φορά την ημέρα2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐφήμερονα) φυτό δηλητηριώδεςβ) το δηλητήριο κολχικόν, το κώνειο3. φρ. «φάρμακον ἐφήμερον» — δηλητήριο που επιφέρει αυθημερόν τον θάνατο.[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + -ημερος (< ἡμέρα), πρβλ. μονο-ήμερος, πενθ-ήμερος].
Dictionary of Greek. 2013.